- ἀλετικός
- ἀλε-τικός, ή, όν,A for grinding, [μηχανή] PRyl. 321.5 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιταλετικός — ή, όν, Α κατάλληλος για άλεση σίτου («σιταλετική μηχανή», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + αλετικός (< ἀλῶ «αλέθω»)] … Dictionary of Greek